άγουστος

άγουστος
-η, -ο
ο χωρίς γούστο, άκομψος: Πολύ άγουστο το ντύσιμό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άγουστος — η, ο [γούστο] αυτός που δεν έχει γούστο, χάρη, άκομψος, άχαρος, κακόγουστος …   Dictionary of Greek

  • αγουστέλα — η η αυγουστέλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγουστάλιον αντί αὐγουστάλιον πρβλ. Άγουστος Αύγουστος] …   Dictionary of Greek

  • αγουστέλι — το το αυγουστέλι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγουστος*] …   Dictionary of Greek

  • αγουστιά — η [άγουστος] έλλειψη γούστου, αφιλοκαλλία, κακογουστιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”